ὀρνιχολόχος

ὀρνιχολόχος
ὀρνῑχολόχος
1 wildfowler

μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότᾳ τ ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ I. 1.48


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορνιχολόχος — ὀρνιχολόχος, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. ορνιθολόχος …   Dictionary of Greek

  • ορνιθολόχος — ὀρνιθολόχος, δωρ. τ. ὀρνιχολόχος, ον (Α) αυτός που κυνηγάει και πιάνει πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος / ιχος + λόχος «ενέδρα» (πρβλ. βωμο λόχος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”